- ἐξέπεμψαν
- ἐκπέμπωsend outaor ind act 3rd pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ναυαρχία — η (Α ναυαρχία) [ναύαρχος] 1. αρχηγία, διοίκηση στόλου, εξουσία ή δικαιοδοσία ναυάρχου 2. χρονική διάρκεια τής αρχηγίας ενός ναυάρχου («τῆς ναυαρχίας παρεληλυθυίας Λύσανδρον ἐξέπεμψαν ναύαρχον», Ξεν.) αρχ. 1. ναυτική υπεροχή, ηγεμονία στη θάλασσα… … Dictionary of Greek
οικήτωρ — οἰκήτωρ, ορος, ὁ (ΑΜ) 1. κάτοικος («χθονός τῆσδ εὐμενοῡς οἰκήτορας», Σοφ.) 2. άποικος («ἐξέπεμψαν ὕστερον οὐ πολλῷ εἰς αὐτὴν τοὺς οἰκήτορας», Θουκ.) 3. φρ. α) «Ἅιδου οἰκήτορες» οι νεκροί β) «οἰκήτωρ θεοῡ» κάτοικος ναού. [ΕΤΥΜΟΛ. < οἰκῶ +… … Dictionary of Greek
ορκωτής — ὁρκωτής, ὁ (Α) [ορκώ] αυτός που επιβάλλει σε κάποιον να δώσει όρκο ενώπιον δικαστηρίου («ἐξέπεμψαν τοὺς ὁρκωτὰς καὶ ἐκέλευσαν τὰ μέγιστα τέλη ἐν ἐκάστῃ πόλει ὁρκῶσαι», Ξεν.) … Dictionary of Greek
πειρατής — ο, ΝΜΑ [πειρώ / πειρώμαι] ο ληστής τής θάλασσας, αυτός που συλλαμβάνει και ληστεύει εμπορικά πλοία με εξοπλισμένο πλοίο, κουρσάρος («καὶ κατὰ μὲν θάλατταν παραχρῆμα πειρατὰς ἐξέπεμψαν», Πολ.) νεοελλ. αυτός που αποβιβάζεται από πλοίο προσωρινά… … Dictionary of Greek
θεμέλια της σχετικότητας του Αϊνστάιν — Εκτός από την κίνηση των υλικών σωμάτων, που ρυθμίζεται από τους νόμους της μηχανικής, υπάρχουν στη φύση και φαινόμενα κυματοειδούς τύπου. Ανάμεσα σ’ αυτά, τα ηχητικά κύματα μπορούν να αναχθούν σε τελευταία ανάλυση στην κίνηση των σωματιδίων… … Dictionary of Greek